καταδύνειν

καταδύνειν
καταδύ̱νειν , καταδύνω
pres inf act (attic epic)
καταδύ̱νειν , καταδύω
go down
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δενδρυάζω — (Α) 1. κρύβομαι ανάμεσα στα δένδρα τού δάσους 2. βυθίζομαι και μένω κάτω από το νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρεκτεταμένο τ. τού δενδρύω που παρετυμολογικά συνδέθηκε από τους σχολιαστές με τη λ. δρυς «βαλανιδιά» (πρβλ. τις γλώσσες «δενδρυάζειν… …   Dictionary of Greek

  • δενδρύφιον — δενδρύφιον, το (Α) 1. μικρό δένδρο 2. παιχνίδι (αντικείμενο με το οποίο παίζει κανείς) με μορφή δένδρου 3. μεγάλο θαλάσσιο φυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποστηρίχτηκε ότι πρόκειται για παράγωγο του τ. δένδρον* με άγνωστου σχηματισμού υποκοριστική κατάληξη ύφιον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”